πτερυγοπόδιο

πτερυγοπόδιο
το, Ν
ζωολ. α) γονοπόδιο, συζευκτικό όργανο τών αρσενικών χονδροϊχθύων
β) μεσοθωρακικό τμήμα σε κάθε πλευρά τού θώρακα, κατά τον σχηματισμό τού πρώτου ζεύγους φτερών στα λεπιδόπτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterygopodium < πτέρυξ, -υγος + πούς, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”